παλίμπρατος

παλίμπρατος
παλίμπρατος, -ον (Α)
1. αυτός που πωλείται λειανικά, αυτός που προέρχεται από μεταπώληση
2. (για δούλο) αυτός που μεταβιβάζεται με συχνή πώληση λόγω αχρειότητας
3. μηδαμινός, ανάξιος λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πρατός (< πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. ά-πρατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλίμπρατος — sold again masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίμπρατον — παλίμπρατος sold again masc/fem acc sg παλίμπρατος sold again neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίμπρατα — παλίμπρατος sold again neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”