- παλίμπρατος
- παλίμπρατος, -ον (Α)1. αυτός που πωλείται λειανικά, αυτός που προέρχεται από μεταπώληση2. (για δούλο) αυτός που μεταβιβάζεται με συχνή πώληση λόγω αχρειότητας3. μηδαμινός, ανάξιος λόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πρατός (< πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. ά-πρατος].
Dictionary of Greek. 2013.